- ψωμόλεθρος
- ψωμ-όλεθρος, ὁ,A bread-pest, Com. name for a parasite, Suid., Hdn.Epim.203:—also [full] ψωμολεθρία, ἡ, Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψωμόλεθρος — bread pest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμόλεθρος — ὁ, Α (κωμ. λ.) (ως ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που καταστρέφει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά ψωμιού» + ὄλεθρος «καταστροφή»] … Dictionary of Greek
ψωμολεθρία — ἡ, Α [ψωμόλεθρος] (κατά τον Ζων.) «πολυφαγία» … Dictionary of Greek